- εξαλλοτριώ
- ἐξαλλοτριῶ, -όω (Α) [αλλοτριώ]1. επιτρέπω την εξαγωγή εμπορεύματος2. απαλλοτριώνω3. αποξενώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προεξαλλοτριώ — όω, Α [ἐξαλλοτριῶ] απαλλοτριώνω προηγουμένως κάτι … Dictionary of Greek